έγγιστος

έγγιστος
-η, -ο (AM ἔγγιστος, -η, -ον) (υπερθ. τού εγγύς)
Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά
II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα
1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα
2. φρ. «ως έγγιστα» — περίπου
αρχ.
1. προ ολίγου
2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» — οι πολύ στενοί συγγενείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγγιστότατα — ἔγγιστος nearer adverbial superl ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγιστον — ἔγγιστος nearer masc acc sg ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc sg ἐγγίων nearer masc acc sg ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγιστα — ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγιστ' — ἔγγιστα , ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἔγγιστος nearer masc voc sg ἔγγισται , ἔγγιστος nearer fem nom/voc pl ἔγγιστα , ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἐγγίων nearer masc voc sg ἔγγισται , ἐγγίων nearer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγγιστα — επίρρ. βλ. έγγιστος …   Dictionary of Greek

  • πρόξιμος — ὁ, ΝΜ εκκλ. αξιωματούχος με κύριο καθήκον τη μέριμνα για τις κωδωνοκρουσίες τών ναών μσν. 1. έγγιστος*, πρώτος γραμματέας υψηλού αξιωματούχου 2. δευτερεύων, δεύτερος κατά την τάξη αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. proximus «ο πιο κοντινός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”