- έγγιστος
- -η, -ο (AM ἔγγιστος, -η, -ον) (υπερθ. τού εγγύς)Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντάII. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα2. φρ. «ως έγγιστα» — περίπουαρχ.1. προ ολίγου2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» — οι πολύ στενοί συγγενείς.
Dictionary of Greek. 2013.